- πανοπλότατος
- -άτη, -ον, Απάρα πολύ νέος, νεώτατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανοπλοτάτην — πάνοπλος in full armour fem acc superl sg (attic epic ionic) πανοπλότατος the very youngest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)